- πολεμητήριον
- πολεμητήριονhead-quarters of a generalneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πολεμητήριον — τὸ, Α τοποθεσία η οποία προστατευόταν με μόνιμα ή προσωρινά οχυρωματικά έργα και η οποία χρησίμευε ως ορμητήριο μιας στρατιωτικής δύναμης για διάφορες επιθετικές κυρίως ενέργειες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολεμῶ + επίθημα τήριον (πρβλ. οικη τήριον)] … Dictionary of Greek
πολεμητήρια — πολεμητήριον head quarters of a general neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)